χαμόγι

χαμόγι
και χαμόι και χαμόγειο, το, Ν
χαμόσπιτο, χαμοκέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)-* + γαία / γη, μέσω ενός αμάρτυρου μτγν. επιθ. *χαμαίγαιος, κατ' επίδραση τών σύνθ. με α' συνθετικό χαμο- (πρβλ. ανώ[γ]ι: ανώγειο: ανώγαιον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαμόγι — χαμόγι, το και χαμόι, το χαμόσπιτο, χαμοκέλα: Μένει σ ένα χαμόγι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμόγειο — το, Ν βλ. χαμόγι …   Dictionary of Greek

  • χαμόι — το βλ. χαμόγι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”